deutsche Sprache

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 160 της 30/06/2000 σ. 0037 - 0052

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 - Πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 2 - Υπηρεσίες διαβίβασης και παραλαβής
Άρθρο 3 - Κεντρική αρχή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Τμήμα 1
Διαβίβαση και επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών πράξεων
Άρθρο 4 - Διαβίβαση πράξεων
Άρθρο 5 - Μετάφραση των πράξεων
Άρθρο 6 - Παραλαβή των πράξεων από την υπηρεσία παραλαβής
Άρθρο 7 - Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων
Άρθρο 8 - Άρνηση παραλαβής της πράξης
Άρθρο 9 - Ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης
Άρθρο 10 - Βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης και αντίγραφο της επιδοθείσας ή κοινοποιηθείσας πράξης
Άρθρο 11 - Έξοδα επίδοσης ή κοινοποίησης
Τμήμα 2
Άλλοι τρόποι διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων
Άρθρο 12 - Διαβίβαση διά της προξενικής ή διπλωματικής οδού
Άρθρο 13 - Επίδοση ή κοινοποίηση από διπλωματικούς ή προξενικούς υπαλλήλους
Άρθρο 14 - Επίδοση ή κοινοποίηση ταχυδρομικώς
Άρθρο 15 - Απευθείας αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΕΞΩΔΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Άρθρο 16 - Διαβίβαση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 17 - Λεπτομέρειες εφαρμογής
Άρθρο - 18 Επιτροπή
Άρθρο 19 - Ερημοδικία εναγομένου
Άρθρο 20 - Σχέση με άλλες συμφωνίες ή διακανονισμούς στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη μέλη
Άρθρο 21 - Δικαστική αρωγή
Άρθρο 22 - Προστασία των διαβιβαζόμενων πληροφοριών
Άρθρο 23 - Δημοσίευση
Άρθρο 24 - Επανεξέταση
Άρθρο 25 - Έναρξη ισχύος

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 61 στοιχείο γ) και το άρθρο 67 παράγραφος 1,
την πρόταση της Επιτροπής,
τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) Η Ένωση έθεσε ως στόχο να διατηρήσει και να αναπτύξει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Προκειμένου να δημιουργήσει έναν τέτοιο χώρο, η Κοινότητα θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι απαραίτητα για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
(2) Η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί την καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων προς επίδοση και κοινοποίηση σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.
(3) Το θέμα αυτό υπάγεται ήδη στο άρθρο 65 της συνθήκης.
(4) Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 5 της συνθήκης, οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, συνεπώς, δύνανται να επιτευχθούν μόνον σε κοινοτικό επίπεδο. Ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα όρια που απαιτούνται προς τον σκοπό αυτό.
(5) Το Συμβούλιο, με την πράξη της 26ης Μαΐου 1997, κατάρτισε το κείμενο μιας σύμβασης για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και συνέστησε την αποδοχή της από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες εκάστου. Η σύμβαση αυτή δεν τέθηκε σε ισχύ. Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι θα δοθεί συνέχεια στα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο της σύναψης της σύμβασης. Συνεπώς, το ουσιαστικό περιεχόμενό της περιλαμβάνεται σε μεγάλη έκταση στον παρόντα κανονισμό.
(6) Η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των δικαστικών διαδικασιών στον αστικό τομέα συνεπάγεται την άμεση και ταχεία διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων μεταξύ τοπικών υπηρεσιών οριζομένων από τα κράτη μέλη. Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να δηλώσουν την πρόθεσή τους να ορίσουν από μία μόνον υπηρεσία διαβίβασης ή παραλαβής ή μία υπηρεσία που θα ασκεί και τα δύο αυτά καθήκοντα για μια περίοδο πέντε ετών. Ο ορισμός, όμως, αυτός μπορεί να ανανεώνεται ανά πενταετία.
(7) Η ταχύτητα της διαβίβασης δικαιολογεί τη χρήση κάθε ενδεδειγμένου μέσου, τηρουμένων ορισμένων προϋποθέσεων όσον αφορά το ευανάγνωστο και το αξιόπιστο του λαμβανομένου εγγράφου. Η ασφάλεια της διαβίβασης προϋποθέτει ότι η προς διαβίβαση πράξη συνοδεύεται από ένα έντυπο το οποίο πρέπει να συμπληρώνεται στη γλώσσα του τόπου στον οποίο λαμβάνει χώρα η επίδοση ή η κοινοποίηση ή σε κάποια άλλη γλώσσα δεκτή από το κράτος παραλαβής.
(8) Προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα του κανονισμού, η δυνατότητα άρνησης της επίδοσης ή της κοινοποίησης πράξεων πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές καταστάσεις.
(9) Η ταχύτητα διαβίβασης δικαιολογεί την επίδοση ή την κοινοποίηση της πράξης εντός των ημερών που έπονται της παραλαβής της πράξης. Εντούτοις, αν μετά το πέρας ενός μηνός δεν έχει πραγματοποιηθεί η επίδοση ή η κοινοποίηση, η υπηρεσία παραλαβής ειδοποιεί σχετικά την υπηρεσία διαβίβασης. Η εκπνοή αυτής της προθεσμίας δεν συνεπάγεται ότι η αίτηση πρέπει να επιστραφεί στην υπηρεσία διαβίβασης όταν φαίνεται ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός εύλογης προθεσμίας.
(10) Προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα του παραλήπτη, η επίδοση ή η κοινοποίηση θα πρέπει να πραγματοποιείται στην επίσημη γλώσσα ή γλώσσες του τόπου όπου θα γίνει επίδοση ή κοινοποίηση ή σε άλλη γλώσσα του κράτους μέλους προέλευσης την οποία ο παραλήπτης κατανοεί.
(11) Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές που υπάρχουν στα διάφορα κράτη μέλη όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες, η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη όσον αφορά την επίδοση ή κοινοποίηση, διαφέρει από κράτος σε κράτος. Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση αυτή, καθώς και τις δυσκολίες που μπορεί να παρουσιαστούν, ο παρών κανονισμός προβλέπει ένα σύστημα όπου η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους παραλαβής. Εάν, ωστόσο, πρόκειται για πράξεις στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να κινηθεί ή εκκρεμεί στο κράτος μέλος προέλευσης, οι οποίες πρέπει να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης καθορίζεται όσον αφορά τον αιτούντα σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους προέλευσης. Ένα κράτος μέλος μπορεί, ωστόσο, να παρεκκλίνει από την εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης για μια μεταβατική περίοδο πέντε ετών και για ενδεδειγμένους λόγους. Το κράτος μέλος μπορεί να ανανεώνει την παρέκκλιση αυτή ανά πενταετία για λόγους που συνδέονται με το νομικό του σύστημα.
(12) Ο παρών κανονισμός υπερέχει των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε συμφωνίες ή διμερείς και πολυμερείς διακανονισμούς με το ίδιο αντικείμενο που συνάπτονται από τα κράτη μέλη, και ιδίως του πρωτοκόλλου που προσαρτάται στη σύμβαση των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, και της σύμβασης της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη. Ο κανονισμός δεν εμποδίζει τη διατήρηση ή τη σύναψη από τα κράτη μέλη συμφωνιών ή διακανονισμών, εφόσον συνάδουν με τις διατάξεις του, με σκοπό την επιτάχυνση ή την απλούστευση της διαβίβασης των πράξεων.
(13) Τα δεδομένα που διαβιβάζονται κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να υπόκεινται σε καθεστώς προστασίας. Το θέμα αυτό εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1994, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και της οδηγίας 97/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα.
(14) Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή.
(15) Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται και η κατάρτιση και ενημέρωση του εγχειριδίου χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα σύγχρονα μέσα.
(16) Το αργότερο τρία έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει την εφαρμογή του με σκοπό να προτείνει, ενδεχομένως, τις αναγκαίες τροποποιήσεις.
(17) Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου σχετικά με τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τα εν λόγω κράτη έχουν δηλώσει την επιθυμία τους να συμμετέχουν στην έκδοση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
(18) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου σχετικά με τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το εν λόγω κράτος δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού, ο οποίος, κατά συνέπεια, δεν το δεσμεύει, ούτε και ισχύει έναντι αυτού,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1 - Πεδίο εφαρμογής

1. Ο παρών κανονισμός ισχύει σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις οσάκις μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο προκειμένου να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί.
2. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη.

Άρθρο 2 - Υπηρεσίες διαβίβασης και παραλαβής
1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα, στο εξής "υπηρεσίες διαβίβασης" που είναι αρμόδια για τη διαβίβαση των δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων οι οποίες πρέπει να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν σε άλλο κράτος μέλος.
2. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα, στο εξής "υπηρεσίες παραλαβής" που είναι αρμόδια για την παραλαβή δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων άλλου κράτους μέλους.
3. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν είτε μια υπηρεσία διαβίβασης και μια υπηρεσία παραλαβής, είτε μια μόνον υπηρεσία επιφορτισμένη και με τα δύο καθήκοντα. Τα ομοσπονδιακά κράτη, τα κράτη με πλείονα νομικά συστήματα ή τα κράτη με αυτόνομες εδαφικές μονάδες δύνανται να ορίσουν περισσότερες υπηρεσίες. Ο ορισμός αυτός ισχύει επί πέντε έτη, με δυνατότητα ανανέωσης ανά πενταετία.
4. Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τις ονομασίες και διευθύνσεις των υπηρεσιών παραλαβής που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3·
β) την κατά τόπο αρμοδιότητά τους·
γ) τα μέσα παραλαβής εγγράφων που έχουν στη διάθεσή τους
και
δ) τις γλώσσες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση του εντύπου που προσαρτάται στο παράρτημα.
Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη μεταβολή αυτών των στοιχείων.

Άρθρο 3 - Κεντρική αρχή
Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια κεντρική αρχή αρμόδια να:
α) παρέχει πληροφορίες στις υπηρεσίες διαβίβασης·
β) επιλύει τις δυσχέρειες που μπορεί να προκύψουν κατά τη διαβίβαση των προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων·
γ) διαβιβάζει, εκτάκτως, στην αρμόδια υπηρεσία παραλαβής αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης, μετά από αίτηση της υπηρεσίας διαβίβασης.
Τα ομοσπονδιακά κράτη, τα κράτη με πλείονα νομικά συστήματα ή τα κράτη με αυτόνομες εδαφικές μονάδες δύνανται να ορίζουν περισσότερες κεντρικές αρχές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Τμήμα 1
Διαβίβαση και επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών πράξεων

Άρθρο 4 - Διαβίβαση πράξεων

1. Οι δικαστικές πράξεις διαβιβάζονται απευθείας και το ταχύτερο δυνατό μεταξύ των υπηρεσιών που ορίζονται βάσει του άρθρου 2.
2. Η διαβίβαση πράξεων, αιτήσεων, επικυρώσεων, αποδεικτικών παραλαβής, βεβαιώσεων και λοιπών εγγράφων μεταξύ των υπηρεσιών διαβίβασης και των υπηρεσιών παραλαβής γίνεται με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο, εφόσον το περιεχόμενο της παραλαμβανόμενης πράξης είναι αληθές και συμπίπτει απολύτως προς το περιεχόμενο της πράξης που διαβιβάσθηκε, και εφόσον όλες οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες είναι ευανάγνωστες.
3. Η διαβιβαζόμενη πράξη συνοδεύεται από αίτηση συντασσόμενη επί του εντύπου που προσαρτάται στο παράρτημα. Το έντυπο συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους είναι πλείονες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη ή σε άλλη γλώσσα την οποία το κράτος μέλος παραλαβής έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει μία ή περισσότερες επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη δική του ή τις δικές του, στις οποίες δέχεται να συμπληρωθεί το έντυπο.
4. Δεν απαιτείται βεβαίωση της γνησιότητας ή ανάλογη διατύπωση για τις διαβιβαζόμενες πράξεις και έγγραφα.
5. Όταν η υπηρεσία διαβίβασης επιθυμεί την επιστροφή ενός αντιγράφου της πράξεως συνοδευόμενου από τη βεβαίωση του άρθρου 10, αποστέλλει την προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξη εις διπλούν.

Άρθρο 5 - Μετάφραση των πράξεων
1. Η υπηρεσία διαβίβασης στην οποία κατατίθεται η προς διαβίβαση πράξη επισημαίνει στον αιτούντα ότι ο παραλήπτης μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη εφόσον δεν έχει συνταχθεί σε μία από τις γλώσσες που ορίζει το άρθρο 8.
2. Ο αιτών επιβαρύνεται με τυχόν έξοδα μετάφρασης πριν από τη διαβίβαση της πράξης, υπό την επιφύλαξη μεταγενέστερης απόφασης δικαστηρίου ή αρμόδιας αρχής, η οποία καταλογίζει τη δαπάνη σε άλλο πρόσωπο.

Άρθρο 6 - Παραλαβή των πράξεων από την υπηρεσία παραλαβής
1. Ευθύς ως της περιέλθει η πράξη, η υπηρεσία παραλαβής αποστέλλει το συντομότερο, και οπωσδήποτε εντός επτά ημερών από την παραλαβή, αποδεικτικό παραλαβής στην υπηρεσία διαβίβασης με το ταχύτερο μέσο και χρησιμοποιώντας το έντυπο που προσαρτάται στο παράρτημα.
2. Εάν η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης δεν μπορεί να εκτελεσθεί με βάση τις διαβιβασθείσες πληροφορίες ή πράξεις, η υπηρεσία παραλαβής επικοινωνεί με το ταχύτερο μέσο με την υπηρεσία διαβίβασης, ζητώντας τα ελλείποντα στοιχεία ή πράξεις.
3. Εάν είναι προφανές ότι η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή εάν η μη τήρηση των απαιτούμενων τυπικών προϋποθέσεων καθιστά αδύνατη την επίδοση ή την κοινοποίηση, η αίτηση και οι διαβιβαζόμενες πράξεις επιστρέφονται, άμα τη παραλαβή τους, στην υπηρεσία διαβίβασης, μαζί με την έντυπη βεβαίωση επιστροφής που προσαρτάται στο παράρτημα.
4. Η υπηρεσία παραλαβής που παραλαμβάνει πράξη για την επίδοση ή την κοινοποίηση της οποίας στερείται κατά τόπον αρμοδιότητας διαβιβάζει την πράξη αυτή και τη σχετική αίτηση αυτού του κράτους μέλους, εφόσον η αίτηση πληροί τους όρους του άρθρου 4 παράγραφος 3 και ενημερώνει την υπηρεσία διαβίβασης διά του εντύπου που προσαρτάται στο παράρτημα. Η κατά τόπον αρμόδια υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει την υπηρεσία διαβίβασης κατά την παραλαβή της πράξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.

Άρθρο 7 - Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων
1. Η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη ή μεριμνά προς τούτο σύμφωνα είτε με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, είτε με τον ειδικό τύπο τον οποίο ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτός δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.
2. Οι ενέργειες που απαιτούνται για την επίδοση ή κοινοποίηση ολοκληρώνονται το συντομότερο δυνατό. Εν πάση περιπτώσει, εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση και η κοινοποίηση εντός μηνός από την παραλαβή, η υπηρεσία παραλαβής ειδοποιεί σχετικά την υπηρεσία διαβίβασης μέσω της έντυπης βεβαίωσης που προσαρτάται στο παράρτημα, η οποία καταρτίζεται υπό τους όρους του άρθρου 10 παράγραφος 2. Η προθεσμία υπολογίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής.

Άρθρο 8 - Άρνηση παραλαβής της πράξης
1. Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή, εφόσον η πράξη που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί σε μια από τις ακόλουθες γλώσσες:
α) στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εάν αυτό το κράτος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση,
ή
β) σε γλώσσα του κράτους μέλους διαβίβασης την οποία ο παραλήπτης κατανοεί.
2. Εάν η υπηρεσία παραλαβής πληροφορηθεί ότι ο παραλήπτης αρνείται να παραλάβει την πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης, μέσω της έντυπης βεβαίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 10, και επιστρέφει την αίτηση και τις πράξεις των οποίων ζητείται η μετάφραση.

Άρθρο 9 - Ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης
1. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 8, η ημερομηνία της επίδοσης ή της κοινοποίησης μιας πράξης, κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, είναι η ημερομηνία κατά την οποία η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής.
2. Όταν όμως στα πλαίσια κινηθείσας ή εκκρεμούσας διαδικασίας στο κράτος μέλος προέλευσης, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη για τον αιτούντα η ημερομηνία που καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού.
3. Ένα κράτος μέλος δύναται να παρεκκλίνει των παραγράφων 1 και 2, για μια μεταβατική περίοδο πέντε ετών και για δέοντες λόγους.
Το κράτος μέλος μπορεί να ανανεώνει την παρέκκλιση αυτή ανά πενταετία, για λόγους που συνδέονται με το νομικό του σύστημα. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή για το περιεχόμενο αυτής της παρέκκλισης και τους σχετικούς όρους.

Άρθρο 10 - Βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης και αντίγραφο της επιδοθείσας ή κοινοποιηθείσας πράξης
1. Αφού ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης, εκδίδεται σχετική βεβαίωση βάσει του εντύπου που προσαρτάται στο παράρτημα, η οποία αποστέλλεται στην υπηρεσία διαβίβασης μαζί με αντίγραφο της οικείας πράξης, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 5.
2. Η βεβαίωση συντάσσεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους προέλευσης ή σε άλλη γλώσσα που το κράτος μέλος προέλευσης έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει την ή τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη δική του ή τις δικές του, τις οποίες μπορεί να δεχθεί για τη συμπλήρωση του εντύπου.

Άρθρο 11 - Έξοδα επίδοσης ή κοινοποίησης
1. Για την επίδοση ή την κοινοποίηση δικαστικών πράξεων προερχομένων από άλλο κράτος μέλος δεν καταβάλλονται ούτε επιστρέφονται τέλη ή έξοδα για τις υπηρεσίες που προσέφερε το κράτος μέλος παραλαβής.
2. Ο αιτών καταβάλλει ή επιστρέφει τα έξοδα που προκύπτουν από:
α) την απασχόληση δημόσιου λειτουργού ή αρμόδιου προσώπου κατά το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής·
β) τη χρήση ειδικού τύπου.

Τμήμα 2
Άλλοι τρόποι διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων

Άρθρο 12 - Διαβίβαση διά της προξενικής ή διπλωματικής οδού

Κάθε κράτος μέλος δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να χρησιμοποιεί την προξενική ή τη διπλωματική οδό για τη διαβίβαση δικαστικών πράξεων με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση προς τις υπηρεσίες άλλου κράτους μέλους, οι οποίες ορίζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 ή του άρθρου 3.

Άρθρο 13 - Επίδοση ή κοινοποίηση από διπλωματικούς ή προξενικούς υπαλλήλους
1. Κάθε κράτος μέλος δύναται να προβαίνει απευθείας και χωρίς άσκηση πιέσεων, μέσω των διπλωματικών ή προξενικών του υπαλλήλων, στην επίδοση ή στην κοινοποίηση δικαστικών πράξεων σε πρόσωπα που διαμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.
2. Κάθε κράτος μέλος δύναται να δηλώσει, κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, ότι αντιτάσσεται στην χρησιμοποίηση αυτής της ευχέρειας στην επικράτειά του, εκτός εάν οι πράξεις πρόκειται να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν σε υπηκόους του κράτους μέλους προέλευσης.

Άρθρο 14 - Επίδοση ή κοινοποίηση ταχυδρομικώς
1. Κάθε κράτος μέλος δύναται να επιδίδει ή να κοινοποιεί δικαστικές πράξεις απευθείας με το ταχυδρομείο σε κατοίκους άλλου κράτους μέλους.
2. Κάθε κράτος μέλος δύναται, κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να δεχθεί την επίδοση ή την κοινοποίηση δικαστικών πράξεων με το ταχυδρομείο.

Άρθρο 15 - Απευθείας αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης
1. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τους έχοντες έννομο συμφέρον σε μια δίκη να επιδώσουν ή να κοινοποιήσουν απευθείας τις δικαστικές πράξεις μέσω δικαστικών επιμελητών, υπαλλήλων ή άλλων αρμοδίων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής.
2. Κάθε κράτος μέλος δύναται να δηλώσει, κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, ότι αντιτίθεται στην επίδοση ή την κοινοποίηση δικαστικών πράξεων στην επικράτειά του κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΕΞΩΔΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 16 - Διαβίβαση

Οι εξώδικες πράξεις μπορούν να διαβιβασθούν σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 17 - Λεπτομέρειες εφαρμογής

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τα θέματα που απαριθμούνται κατωτέρω θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2:
α) κατάρτιση και ετήσια ενημέρωση ενός εγχειριδίου που περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4·
β) εκπόνηση γλωσσάριου, στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περί των πράξεων που δύνανται να επιδίδονται ή να κοινοποιούνται κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·
γ) ενημέρωση ή τεχνικές τροποποιήσεις του εντύπου που προσαρτάται στο παράρτημα.

Άρθρο - 18 Επιτροπή
1. Η Επιτροπή επικουρείται από συμβουλευτική επιτροπή.
2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.
3. Η Επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 19 - Ερημοδικία εναγομένου
1. Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού και ο εναγόμενος ερημοδικήσει, ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί:
α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε με τον τρόπο που ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, όσον αφορά την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτειά του, ή
β) ότι η πράξη επεδόθη πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό,
καθώς και ότι, και στη μία περίπτωση και στην άλλη, η επίδοση, η κοινοποίηση ή η παράδοση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί.
2. Κατά το άρθρο 3 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά τις διατάξεις της παραγράφου 1, μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμα και εάν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης ή παράδοσης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η πράξη διαβιβάσθηκε με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό·
β) από την ημερομηνία διαβίβασης της πράξης έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο ανέρχεται τουλάχιστον σε έξι μήνες·
γ) δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμοδίων αρχών ή φορέων του κράτους μέλους προορισμού.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν τον δικαστή να διατάζει προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης.
4. Εάν έπρεπε να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και εκδοθεί απόφαση κατά ερημοδικήσαντος εναγομένου, ο δικαστής έχει την ευχέρεια να απαλλάξει τον εναγόμενο από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) ο εναγόμενος, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν έλαβε εγκαίρως γνώση του εγγράφου, ώστε να αμυνθεί, ή δεν έλαβε γνώση της απόφασης, ώστε να ασκήσει ένδικο μέσο·
β) οι ισχυρισμοί του εναγομένου δεν φαίνονται παντελώς αστήρικτοι.
Η αίτηση απαλλαγής μπορεί να υποβληθεί μόνο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα αφότου ο εναγόμενος έλαβε γνώση της απόφασης.
Κατά το άρθρο 3 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να διευκρινίσει ότι αυτή η αίτηση είναι απαράδεκτη, εάν υποβληθεί μετά την πάροδο ορισμένου διαστήματος που θα ορίζεται στη γνωστοποίησή του, αλλά το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός έτους από την έκδοση της απόφασης.
5. Η παράγραφος 4 δεν εφαρμόζεται στις αποφάσεις που αφορούν την ικανότητα δικαίου ή τη δικαιοπρακτική ικανότητα.

Άρθρο 20 - Σχέση με άλλες συμφωνίες ή διακανονισμούς στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη μέλη
1. Για θέματα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του, ο παρών κανονισμός υπερισχύει τον διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς ή διακανονισμούς που συνάπτονται από τα κράτη μέλη, και κυρίως του άρθρου IV του πρωτοκόλλου της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και της σύμβασης της Χάγης, της 15ης Νοεμβρίου 1965.
2. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να συνάπτουν επιμέρους συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να επιταχύνεται ή να απλουστεύεται περαιτέρω η διαβίβαση των πράξεων.
3. Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή:
α) αντίγραφο των συμφωνιών ή διακανονισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και συνάπτουν μεταξύ τους, καθώς και το σχέδιο αυτών των συμφωνιών ή διακανονισμών που προτίθενται να συνάψουν,
και
β) κάθε καταγγελία ή τροποποίηση των εν λόγω συμφωνιών ή διακανονισμών.

Άρθρο 21 - Δικαστική αρωγή
Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή, μεταξύ των κρατών μελών που είναι μέρη αυτών των συμβάσεων, του άρθρου 23 της σύμβασης για την πολιτική δικονομία, της 17ης Ιουλίου 1905, του άρθρου 24 της σύμβασης για την πολιτική δικονομία, της 1ης Μαρτίου 1954, και του άρθρου 13 της σύμβασης για τη διευκόλυνση της διεθνούς πρόσβασης στη δικαιοσύνη, της 25ης Οκτωβρίου 1980.

Άρθρο 22 - Προστασία των διαβιβαζόμενων πληροφοριών
1. Οι πληροφορίες, και ειδικότερα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που διαβιβάζονται βάσει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται από τις υπηρεσίες παραλαβής μόνο για το σκοπό για τον οποίο διαβιβάσθηκαν.
2. Οι υπηρεσίες παραλαβής διασφαλίζουν το απόρρητο των πληροφοριών αυτών, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν τις εθνικές διατάξεις που επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους να ενημερώνονται για τη χρησιμοποίηση πληροφοριών διαβιβαζόμενων κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμό.
4. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ και της οδηγίας 97/66/ΕΚ.

Άρθρο 23 - Δημοσίευση
1. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 2, 3, 4, 9, 10, 13, 14, 15, στο άρθρο 17 στοιχείο α) και στο άρθρο 19.
2. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της πληροφορίες που προαναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 24 - Επανεξέταση
Το αργότερο την 1η Ιουνίου 2004, και ακολούθως ανά πενταετία, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβουλίου, στο Συμβούλιο και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, μεριμνώντας κυρίως για την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών που ορίζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, καθώς και για την πρακτική εφαρμογή του άρθρου 3 στοιχείο γ) και του άρθρου 9. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, ενδεχομένως, από προτάσεις με σκοπό την προσαρμογή του παρόντος κανονισμού στις εξελίξεις των συστημάτων κοινοποίησης.

Άρθρο 25 - Έναρξη ισχύος
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 31 Μαΐου 2001.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη, σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Βρυξέλλες, 29 Μαΐου 2000.

Για το Συμβούλιο
Πρόεδρος
A. Costa

Γραφείο
Επικοινωνία
Υπηρεσίες
Οι δικηγόροι
στοιχεία έκδοσης
Συνδέσεις
Έντυπα
Νόμοι